Η Ύπαρξη ως Ομιλία
«Το ακούειν συγκροτεί μάλιστα την πρωταρχική και αυθεντική ανοιχτότητα του Εδωνά-Είναι για τη δυνατότητα του πιο δικού του Είναι,ως άκουσμα της φωνής του φίλου,τον οποίο κάθε Εδωνά-Είναι έχει πλάι του»
(Heidegger,1927, σελ. 270/163 )
Η Ύπαρξη ως Ομιλία
«Ας αφήσουμε (λοιπόν) αυτό που δείχνει τον εαυτό του να φανεί με τον τρόπο ακριβώς που φαίνεται» (Heidegger, ) και σε αυτή την περίπτωση θα εκλάβω την ψυχοθεραπεία ως το φαινόμενο αυτό κάθε αυτό. Εάν λοιπόν περιέγραφα απλά και φαινομενολογικά την ψυχοθεραπεία θα ήταν δύο άνθρωποι, καθισμένοι σε συγκεκριμένη απόσταση, την οποία ορίζουν οι ίδιοι, ο ένας από τον άλλον, σε ένα συγκεκριμένο και καθορισμένο χωροχρονικό πλαίσιο, το οποίο επίσης ως προς το χρόνο ορίζουν οι ίδιοι, κατά τη διάρκεια του οποίου ο ένας μιλάει και ο άλλος ακούει ή ενίοτε σιωπούν και οι δύο.
Αν προχωρούσα και εξέλισσα την περιγραφή, συμπεριλαμβάνοντας σε αυτή τη θεραπευτική σχέση και τη δυναμική που δημιουργείται, ανάμεσα σε θεραπευτή και θεραυπευόμενο, θα μπορούσαμε να εντοπίσουμε όλη σχεδόν τη θεωρία του Heidegger. Ωστόσο θα ξεκινήσω με τη γλώσσα και την ομιλία και το δίπολο ακούειν-σιωπάν και θα δω που θα οδηγήσει.
«Η ομιλία είναι οντολογικά ισαρχέγονη με την εύρεση και την κατανόηση» (Heidegger,1927, σελ. 266/161) και αυτό που δηλώνουμε οντολογικά με τον όρο εύρεση, είναι σε οντικό επίπεδο το καθημερινό φαινόμενο της διάθεσης, η θυμική διάθεση, το ότι βρίσκομαι σε μία διάθεση (Heidegger,1927, σελ. 226/134). Ισαρχέγονα με την εύρεση, το Είναι συγκροτείται από την κατανόηση. Η εύρεση έχει εκάστοτε την κατανόησή της, έστω κι αν ίσως απωθημένη και αντίστροφα η κατανόηση βρίσκεται πάντα μέσα σε μία διάθεση. (Heidegger,1927, σελ. 239/143)
Η ομιλία, λοιπόν, η διάθεση και η κατανόηση πάνε μαζί και αλληλοσυμπληρώνονται, σε μία σχέση ισότιμη, όπου καμία από τις έννοιες αυτές δεν προηγείται της άλλης. «Ό,τι είναι καταληπτό, έχει πάντα ήδη αρθρωθεί, πριν ακόμα το ιδιοποιηθεί η ερμήνευση. Η ομιλία είναι η άρθρωση αυτών που είναι καταληπτά» (Heidegger,1927,σελ.267/161). Ανάγοντας τις έννοιες στην ψυχοθεραπεία, θα έλεγα ότι από τη στιγμή που ξεκινά ο θεραπευόμενος να μιλά μέσα στην ψυχοθεραπευτική διαδικασία, αρχίζει να ξεδιπλώνει το Είναι του, τον εαυτό του, τουλάχιστον στο επίπεδο και με τον τρόπο που τον κατανοεί, αλλά επιπλέον και τη διάθεση με την οποία και μέσα στην οποία υπάρχει κάθε φορά. Η ερμήνευση των λεγομένων του είναι μία διαδικασία που έπεται της ομιλίας και της κατανόησης του Είναι του.
Όμως το Dasein, o άνθρωπος, είναι πάντα εν-τω-κόσμω-Είναι, ως εκ τούτου και «στο μέτρο που είναι καταληπτό και κατά τον τρόπο της εύρευσης, το μες-στον-κόσμο-Είναι εκφράζεται με την ομιλία.» (Heidegger,1927, σελ. 267/161) Ο θεραπευόμενος λοιπόν με την ομιλία δε μας φανερώνει μόνο τον εαυτό του, τη διάθεσή του και την κατανόηση του Είναι του, αλλά μας εκφράζει επίσης και τον τρόπο με τον οποίο είναι μες στον κόσμο, μας φανερώνει τον τρόπο με τον οποίο υπάρχει, ολόκληρη την ύπαρξή του, τον τρόπο με τον οποίο συνδέεται με τον κόσμο.
Ο Κωσταντίνος Βουδούρης (1989), αναφερόμενος στη μεταφυσική του Heidegger, τονίζει ότι «η θεμελιώδης συναίσθηση της διάθεσης (die Befindlichkeit der Stimmung) δεν αποκαλύπτει μόνο, κάθε φορά με το δικό της τρόπο, τα όντα ως σύνολο, αλλά αυτή η αποκάλυψη- απέχοντας πολύ από το να είναι ένα τυχαίο γεγονός- είναι ταυτόχρονα το θεμελιακό συμβάν της πραγματικής μας ύπαρξης (Dasein)»
H «απλή» δηλαδή και συνηθέστερη ερώτηση που κάνει ένας θεραπευτής στο θεραπευόμενο του, «πως είσαι, πως νιώθεις, πως έρχεσαι» μεταφράζεται αυτομάτως, κάθε φορά, στο σύνθετο οντολογικό ερώτημα «πως υπάρχεις». Ένα ερώτημα, την απάντηση, του οποίου οφείλουμε κάθε φορά ως θεραπευτές να αντιμετωπίζουμε με απέραντο σεβασμό και κυρίως με ανοιχτότητα. Ο Heidegger (1927) αναφέρει ότι μέσω της κοινοποίησης, της λεκτικής δηλαδή εξωτερίκευσης, επιτρέπεται σε κάποιον να συνθεαθεί το ον που δείχνεται κατά τον τρόπο του καθορισμού. Και συνεχίζει λέγοντας ότι επιτρέποντας τη συνθέαση μοιραζόμαστε με τον Άλλον το ον που δείχνεται μες στον καθορισμένο του χαρακτήρα. (259/155). Ο θεραπευόμενος δηλαδή με την ομιλία και μόνο, την κοινοποίηση, τη λεκτική εξωτερίκευση, όχι απλά μας επιτρέπει να δούμε ολόκληρο το Είναι του, αλλά το μοιράζεται ουσιαστικά μαζί μας. Και πόσες δεν είναι οι φορές που και εμείς οι ίδιοι έχουμε σκεφτεί αν πρέπει ή δεν πρέπει να πούμε κάτι, ή με ποιο τρόπο να πούμε κάτι, προκειμένου να μην αποκαλύψουμε πλήρως αυτό που βιώνουμε, να μην εκτεθούμε, να μη γίνουμε ευάλωτοι απέναντι στον άλλον. Και πόσες δεν είναι οι φορές που στο άκουσμα και μόνο ότι είμαστε ψυχοθεραπευτές, ο συνομιλητής μας «μαζεύεται» και «κουμπώνεται».