Internet Addiction- Εθισμός στο διαδίκτυο
Θεοδώρου, Λένια, (2005), Internet Addiction, Εργασία ΠΜΣ, Πάντειο Πανεπιστήμιο,Αθήνα.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ήδη από το 1993, πριν ακόμα οι ψυχολόγοι ασχοληθούν με τις επιδράσεις του διαδικτύου στην ανθρώπινη συμπεριφορά, ο Rheingold είχε επισημάνει στο βιβλίο του για τις Δυνητικές Κοινότητες, ότι υπάρχουν κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του διαδικτύου και του κυβερνοχώρου, τα οποία είναι ικανά να οδηγήσουν κάποιους χρήστες σε εξάρτηση και εθισμό.
Συγκεκριμένα ο Rheingold στο βιβλίο του αναφέρεται στα εξής ειδικά χαρακτηριστικά των δυνητικών κοινοτήτων: ανωνυμία και ταυτότητες, επικοινωνία από όλους για όλους, ελευθερία και δημοκρατία. Από το πρώτο κιόλας κεφάλαιο του βιβλίου του ο ίδιος τονίζει ότι η διαμεσολαβημένη μέσω υπολογιστή επικοινωνία μπορεί να επιφέρει αλλαγές σε τρία επίπεδα της ζωής του ανθρώπου, στις αντιλήψεις και την προσωπικότητά του, στον τρόπο επικοινωνίας τους με τους άλλους, δηλαδή την επικοινωνία από όλους για όλους και στην πολιτική, και μάλιστα αλλαγές τόσο ισχυρές που δύνανται να επηρεάσουν και να διαφοροποιήσουν ριζικά τη ζωή του ανθρώπου. Σε ό,τι αφορά τον εθισμό στο διαδίκτυο εκείνα τα χαρακτηριστικά που δρουν ιδιαίτερα είναι η ανωνυμία και ο ρόλος των ταυτοτήτων, το είδος της επικοινωνίας και η ελευθερία.
Ειδικότερα, ο Rheingold προσεγγίζει το θέμα της ανωνυμίας στις δυνητικές κοινότητες από μία σκοπιά διαφορετική και εν μέρει δεν δέχεται και απόλυτα την ύπαρξή της. Θεωρεί ότι στις δυνητικές κοινότητες υπάρχει ταύτιση κάθε ατόμου με ένα ψευδώνυμο, το οποίο τις περισσότερες φορές παραμένει σταθερό και ως εκ τούτου απόλυτη ανωνυμία δεν υφίσταται. Βέβαια επικρατεί απεριόριστη ελευθερία ως προς την επιλογή του ψευδωνύμου και επιπλέον την επιλογή και δημιουργία μίας ταυτότητας. Στις δυνητικές κοινότητες η ταυτότητα είναι ρευστή, τα όρια μέσα στα οποία μπορεί να κυμανθεί καταρρίπτονται και αυτό δίνει στους συμμετέχοντες τη δυνατότητα να δημιουργήσουν ένα κόσμο καινούργιο, μέσα στο οποίο μπορούν να είναι ένα άλλο άτομο με χαρακτηριστικά τελείως αντίθετα από τα «πραγματικά» ή ακόμα και περισσότεροι από ένα άτομο (Rheingold,H.,1993). Κατά τον Rheingold, ο τρόπος με τον οποίο η διαμεσολαβημένη μέσω υπολογιστή επικοινωνία καταργεί τα όρια των ταυτοτήτων είναι αντίστοιχος με τον τρόπο που τα παλαιότερα μέσα επικοινωνίας κατάργησαν τα όρια του χώρου και του χρόνου. Σχολιάζοντας ωστόσο ο ίδιος αυτή τη φύση των ταυτοτήτων, επισημαίνει ότι η ρευστότητα αυτή μπορεί εύκολα να οδηγήσει σε εξαπάτηση των άλλων και επιπλέον αυτό συμβάλλει στο να αμφισβητείται συχνά η αυθεντικότητα των ανθρωπίνων σχέσεων στον κυβερνοχώρο λόγω της ύπαρξης «μασκών».
Ο ρόλος της ευελιξίας των ταυτοτήτων και η δημιουργία νέων κόσμων κατέχει δεσπόζουσα θέση στα MUDS. Ο κόσμος εκεί δημιουργείται και βασίζεται στην αφήγηση, δηλαδή στο γραπτό λόγο, γεγονός που προσδίδει στους συμμετέχοντες τον απόλυτο έλεγχο στον κόσμο αυτόν. Εξάλλου η κυριαρχία και δη η έλλειψη κυριαρχίας στην «πραγματική» ζωή, είναι ένα από τα βασικά στοιχεία που ωθεί τους ανθρώπους στο να συμμετάσχουν στα MUDS, αλλά και ένα από τα στοιχεία που μπορεί να καταστήσει τις κοινότητες αυτές εθιστικές. Με τον όρο εθισμό ο Rheingold φαίνεται να εννοεί τον εθισμό στην επικοινωνία, την οποία θεωρεί ότι έχει εκλείψει από τις σημερινές «πραγματικές» κοινότητες και αυτό ακριβώς το κενό επικοινωνίας έρχονται να καλύψουν οι δυνητικές κοινότητες.
Ο Rheingold μιλάει για μετάβαση από την «από τους λίγους προς τους πολλούς» επικοινωνία, στην «από τους πολλούς στους πολλούς» επικοινωνία και μάλιστα σε ένα είδος επικοινωνίας, ο οποίος χάρη στην ταχύτητα μπορεί εύκολα να μετατραπεί σε συζήτηση. Χρησιμοποιώντας την παρομοίωση του Reid για το IRC, ότι δηλαδή είναι σαν ένας χώρος παιχνιδιού, αναφέρει για το IRC ότι ταυτόχρονα όλοι μπορούν να είναι στη σκηνή και επομένως να εκφράζονται, να είναι το κοινό και επιπλέον και οι κριτές. Αυτά τα ειδικά χαρακτηριστικά των δυνητικών κοινοτήτων δίνουν, κατά τον Rheingold, τη δυνατότητα σε ανθρώπους, με όχι ιδιαίτερο επικοινωνιακό χάρισμα, να εκφρασθούν, σε ανθρώπους που θεωρούν ότι δεν έχουν «ενδιαφέρουσα» ζωή, να ζήσουν μία άλλη εναλλακτική.
ΟΡΙΣΜΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΑΡΤΗΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ
Παρόλο που ο Rheingold αναφέρεται και προσεγγίζει με πολύ απλό και κατανοητό τρόπο αυτό που πλέον ονομάζεται internet addiction, για τους ψυχολόγους η νέα αυτή «διαταραχή» αποτέλεσε ευρύ πεδίο ερευνών και προστριβών. Ο πρώτος που όρισε την «διαταραχή» ήταν ο Ivan Goldberg (1995), ο οποίος της έδωσε το όνομα Internet Addiction Disorder. Στη συνέχεια παρουσιάστηκαν διάφοροι άλλοι ορισμοί μερικοί από τους οποίους είναι Computer Addiction, Cyberspace Addiction, Pathological Internet Use (Davis,2001), Problematic Internet Use (Caplan,2002), Computer-mediated communication addiction, Internetomania, Internet Addictive Behavior, MUD’s Addiction, αλλά ο όρος που χρησιμοποιείται πιο συχνά τόσο για λόγους ευκολίας όσο και συντομίας είναι αυτός που εισήγαγε η Young το 1996 Internet Addiction.
Ωστόσο το θέμα του εθισμού στο διαδίκτυο είναι πολύ πολύπλοκο και παραμένει ακαθόριστο και αυτό γιατί όπως φαίνεται και από τους διάφορους ορισμούς εντάσσεται σε μία ευρύτερη «παθολογική» συμπεριφορά που περιλαμβάνει την προσκόλληση στους υπολογιστές, τα νέα μέσα γενικότερα (π.χ τα βιντεοπαιχνίδια και τα κινητά τηλέφωνα), αλλά και τη διαμεσολαβημένη μέσω υπολογιστή επικοινωνία. Επιπλέον καθώς υπάρχει διαφορά ανάμεσα στο διαδίκτυο και τον κυβερνοχώρο είναι πολύ πιθανό να αναφερόμαστε εξ αρχής σε μία εντελώς λανθασμένη προσέγγιση όταν μιλάμε για internet addiction.
Συγκεκριμένα για να γίνει κατανοητό το πρόβλημα του ορισμού και του διαχωρισμού της διαταραχής θα αναφερθούμε στους ορισμούς των δυνητικών κοινοτήτων, του διαδικτύου και του κυβερνοχώρου.
«Οι δυνητικές κοινότητες είναι κοινωνικά σύνολα που αναδύονται μέσω του διαδικτύου, όταν αρκετοί άνθρωποι συνεχίζουν τις δημόσιες συζητήσεις τους για αρκετό χρονικό διάστημα, με επαρκές ανθρώπινο συναίσθημα, έτσι ώστε να σχηματίσουν ιστούς προσωπικών σχέσεων στον κυβερνοχώρο.» (Rheingold,H.,1993) και διαχωρίζονται αφ’ ενός από το διαδίκτυο το οποίο ορίζεται ως «ένας ανεπίσημος όρος για τα διασυνδεδεμένα δίκτυα υπολογιστών που χρησιμοποιούν διαμεσολαβημένη μέσω υπολογιστή επικοινωνία έτσι, ώστε να συνδέσουν ανθρώπους απ’ όλο τον κόσμο σε δημόσιες συζητήσεις» (Rheingold,H.,1993) και αφ’ ετέρου από τον κυβερνοχώρο που ορίζεται από τον William Gibson ως «….ο χώρος, στον οποίο οι λέξεις, οι ανθρώπινες σχέσεις, τα δεδομένα, ο πλούτος και η εξουσία διακηρύσσονται από ανθρώπους που χρησιμοποιούν τεχνολογία διαμεσολαβημένης μέσω υπολογιστή επικοινωνίας……..» (Rheingold,H.,1993).
Στο πλαίσιο αυτό γίνεται κατανοητό ότι δεν είναι δυνατόν να αναφερόμαστε σε εξάρτηση από διασυνδεδεμένα δίκτυα υπολογιστών, αφού κάτι τέτοιο θα παρέπεμπε για παράδειγμα σε μία εξάρτηση από καλώδια, προγράμματα και βάσεις δεδομένων. Τίθεται λοιπόν το ερώτημα αν αντιμετωπίζουμε μία εξάρτηση σχετική με τη τεχνική σύνθεση του διαδικτύου ή με τον κόσμο που δημιουργείται μέσω αυτού δηλαδή τον κυβερνοχώρο και τις δυνητικές κοινότητες, αν δηλαδή είναι μία εξάρτηση από την επικοινωνία, όπως τη χαρακτήρισε ο Rheingold και αν τελικά συμβαίνει αυτό πως μπορεί κανείς να εθιστεί στην επικοινωνία; Ένα επιπλέον στοιχείο το οποίο πρέπει να σημειωθεί είναι ότι ο όρος εθισμός χρησιμοποιείται από τη βιβλιογραφία για να περιγράψει την οργανική εξάρτηση ενός ατόμου από κάποιο διεγερτικό, συνήθως κάποια ουσία, ωστόσο στο DSM IV, το επίσημο διαγνωστικό εγχειρίδιο- εργαλείο των ψυχολόγων, ο όρος εθισμός (addiction) δεν αναφέρεται προκειμένου να περιγράψει την παθολογική χρήση ή κατάχρηση ούτε για τις ουσίες, ούτε για τον τζόγο, ενώ αντί αυτού χρησιμοποιούνται οι όροι εξάρτηση και παθολογικό. Ιδιαίτερα για το Internet ή για τους υπολογιστές δεν υπάρχει καμία αναφορά στο DSM IV σχετικά με την μη σωστή χρήση ή κατάχρησή τους. (Davis,2001)
ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ INTERNET ADDICTION
Ο πρώτος που αναφέρθηκε στη συμπωματολογία της εξάρτησης από το διαδίκτυο ήταν ο Goldberg (όπως αναφέρεται στον Suler,1996), ο οποίος ταύτισε τα στοιχεία της «διαταραχής» με αυτά του παθολογικού τζόγου παραθέτοντας ότι ως Internet Addiction Disorder (IAD) ορίζεται:
………ένας κακώς προσαρμοσμένος τρόπος χρήσης του διαδικτύου, που οδηγεί σε κλινικά σημαντική βλάβη ή θλίψη όπως εκδηλώνεται σε τρία ή περισσότερα από συμπτώματα που ακολουθούν και τα οποία εμφανίζονται οποιαδήποτε στιγμή σε ένα διάστημα 12 μηνών :
(I) Ανοχή, όπως ορίζεται από κάποιο από τα ακόλουθα:
(A) Ανάγκη για ιδιαίτερα μεγάλο χρονικό διάστημα στο διαδίκτυο προκειμένου να αισθανθεί κάποιος ικανοποίηση.
(B) Ιδιαίτερα μειωμένο επίδραση (ικανοποίηση) με τη συνεχή χρήση της ίδιας χρονικής περιόδου στο διαδίκτυο.
(II) Απόσυρση, όπως ορίζεται από κάποιο τα ακόλουθα:
(A) Το χαρακτηριστικό σύνδρομο απόσυρσης
(1) Μείωση ή και σταμάτημα της χρήσης του διαδικτύου που εως τότε ήταν πολλή και για μεγάλο χρονικό διάστημα.
(2) Δύο ή περισσότερα από τα ακόλουθα, τα οποία παρουσιάζονται από μερικές μέρες έως ένα μήνα μετά το κριτήριο 1:
(a) ψυχοκινητική ταραχή
(b) ανησυχία, άγχος
(c) εμμονή για το τι συμβαίνει στο διαδίκτυο
(d) φαντασιώσεις ή όνειρα σχετικά με το διαδίκτυο
(e) εκούσιες ή ακούσιες κινήσεις των δακτύλων σαν να πληκτρολογεί
(3) Τα συμπτώματα του κριτηρίου 2 προκαλούν δυστυχία ή βλάβη σε κοινωνικές και εργασιακές λειτουργίες.
(B) Η χρήση του διαδικτύου συνδέεται με την ανακούφιση ή την αποφυγή των συμπτωμάτων απόσυρσης.
(III) Η χρήση του διαδικτύου γίνεται πιο συχνή και πιο μεγάλης διάρκειας σε σχέση με πρόθεση του χρήστη.
(IV) Υπάρχει μία επίμονη επιθυμία ή αποτυχημένες προσπάθειες για μείωση ή για έλεγχο της χρήσης του διαδικτύου.
(V) Πολύς χρόνος καταναλώνεται σε δραστηριότητες που σχετίζονται με το διαδίκτυο.
(VI) Σημαντικές κοινωνικές και εργασιακές δραστηριότητες μειώνονται ή εγκαταλείπονται εξαιτίας της χρήσης του διαδικτύου.
(VII) Η χρήση του διαδικτύου συνεχίζονται παρά τη γνώση της ύπαρξης προβλημάτων κοινωνικών, φυσικών, εργασιακών ή οργανικών τα οποία είναι πολύ πιθανό να προέρχονται από τη χρήση του διαδικτύου (έλλειψη ύπνου, οικογενειακά προβλήματα ή προβλήματα στη δουλειά).
Αργότερα ο ίδιος ο Goldberg περιόρισε τα συμπτώματα της «διαταραχής» σε δύο βασικά, ότι δηλαδή η χρήση του υπολογιστή καταλαμβάνει τόσο πολύ χρόνο ώστε να προκαλεί αφ’ ενός ενόχληση και αφ’ ετέρου μειωμένες λειτουργίες σε επίπεδο κοινωνικό, εργασιακό, ακαδημαϊκό, οικονομικό, οικογενειακό, ψυχολογικό και φυσιολογικό.
Μετά τον Goldberg πολλοί ψυχολόγοι παρουσίασαν τη δική τους συμπτωματολογία της νέας διαταραχής, η οποία σε όλες τις περιπτώσεις αναφερόταν στα ίδια περίπου συμπτώματα. Αναφέρουμε χαρακτηριστικά τη συμπωματολογία που παρουσίασε η Nathal Shapira (2003) και αναφέρει ότι ως Internet Addiction ορίζεται:
A. ένας κακώς προσαρμοσμένος τρόπος χρήσης του διαδικτύου, όπως εκδηλώνεται σε ένα έστω από τα συμπτώματα που ακολουθούν.
1. Ενασχόληση με τη χρήση του υπολογιστή, στην οποία το άτομο δεν μπορεί να αντισταθεί.
2. Υπερβολική χρήση του διαδικτύου και για περισσότερο χρόνο διαστήματα από αυτόν που είχε αρχικά σχεδιάσει το άτομο.
B. Χρήση του διαδικτύου που οδηγεί σε κλινικά σημαντική βλάβη ή θλίψη στις κοινωνικές και εργασιακές λειτουργίες.
C. Η υπερβολική χρήση του διαδικτύου δεν παρουσιάζεται αποκλειστικά και μόνο σε περιόδους μανίας ή υπομανίας και δεν εμφανίζεται ούτε εξηγείται καλύτερα σε άτομα που παρουσιάζουν διαταραχές Axis I (διπολική διαταραχή, μανία, κατάθλιψη).
ΜΟΝΤΕΛΟ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ ΠΑΡΑΓΟΝΤΩΝ ΤΗΣ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΚΗΣ ΧΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟΥ (PIU)
Όπως είναι λογικό, αφού οι ψυχολόγοι όρισαν την νέα «διαταραχή» έστρεψαν την προσοχή τους στην αιτιολογία της, παρουσιάζοντας διάφορα πιθανά μοντέλα, τα οποία θα μπορούσαν να εξηγήσουν τον έθιμο των ανθρώπων από το νέο μέσο.
Οι Pratarelli, Browne, and Johnson (1999) παρουσίασαν το μοντέλο των τεσσάρων παραγόντων της PIU (Problematic Internet Use), το οποίο αναφέρεται στους χρήστες και επιχειρεί να τους κατατάξει σε τέσσερις κατηγορίες με βάση τη χρήση του διαδικτύου, αλλά δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να προσδιοριστούν αιτιολογικοί παράγοντες για την PIU.
Ο πρώτος παράγοντας εστιάζει στη δυσλειτουργική συμπεριφορά που σχετίζεται με την υπερβολική χρήση του διαδικτύου, όπως παρουσιάζεται από διάφορους τύπους προβληματικής συμπεριφοράς.
Ο δεύτερος παράγοντας περιγράφει τη λειτουργική χρήση του διαδικτύου, όταν δηλαδή το διαδίκτυο χρησιμοποιείται με τρόπο παραγωγικό και για κάποιο σκοπό.
Ο τρίτος παράγοντας εστιάζει στη χρήση του διαδικτύου για λόγους κοινωνικούς και σεξουαλικούς και αναφέρεται κυρίως σε άτομα ντροπαλά και εσωστρεφή που χρησιμοποιούν το διαδίκτυο για να εκφράσουν και να ικανοποιήσουν τις φαντασιώσεις τους.
Ο τέταρτος παράγοντας αναφέρεται στα άτομα που δεν ενδιαφέρονται ιδιαίτερα ούτε για το διαδίκτυο ούτε για την τεχνολογία και οι οποίοι δεν παρουσιάζουν κανένα βαθμό εξάρτησης από αυτό (Pratarelli et al., 1999).
ΓΝΩΣΙΟ-ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΙΣΤΙΚΟ ΜΟΝΤΕΛΟ PIU
Το πληρέστερο ίσως αιτολογικό μοντέλο που έχει παρουσιαστεί μέχρι σήμερα για την PIU (Pathological Internet Use) είναι το γνωσιο-συμπεριφοριστικό μοντέλο του Davis (2001), ο οποίος αρχικά διαχώρισε δύο κατηγορίες PIU:
1) specific PIU: υπερβολική χρήση ή κατάχρηση μίας συγκεκριμένης λειτουργίας του διαδικτύου όπως για παράδειγμα η πορνογραφία, οι ηλεκτρονικές δημοπρασίες, ο ηλεκτρονικός τζόγος. Σε αυτή την περίπτωση υποθέτουμε ότι η ψυχοπαθολογία προϋπάρχει και απλά συνδέεται με κάποια δραστηριότητα του διαδικτύου, οπότε κάποιος που σε άλλη περίπτωση θα ήταν παθολογικά τζογαδόρος, ανακαλύπτοντας το διαδίκτυο αναπτύσσει specific PIU.
2) generalized PIU: γενική και πολυδιάστατη κατάχρηση του διαδικτύου, η οποία περιλαμβάνει τη σπατάλη πολλών ωρών στο διαδίκτυο, είτε για να περνάει απλά η ώρα χωρίς κανένα συγκεκριμένο σκοπό, είτε σε διάφορα chat rooms. Ένας σημαντικός παράγοντας που επηρεάζει σε αυτή την περίπτωση είναι το κοινωνικό περιβάλλον του χρήστη, όπως η έλλειψη κοινωνικής υποστήριξης ή η κοινωνική απομόνωση. Σε αυτή την κατηγορία εντάσσονται άτομα τα οποία είναι πολύ πιθανό να μην παρουσίαζαν προβληματική συμπεριφορά, αν δεν υπήρχε το διαδίκτυο.
Η βασική ιδέα του Davis (2001) είναι ότι η PIU οφείλεται στις προβληματικές γνώσεις που έχει το άτομο. Συγκεκριμένα, όπως φαίνεται και στο σχέδιο που ακολουθεί, υπάρχουν δύο ειδών αιτίες που ο συνδυασμός τους οδηγεί σε PIU, οι μακρινές αιτίες και οι κοντινές αιτίες (με τον όρο αιτία αναφέρεται σε παράγοντες που πρέπει οπωσδήποτε να προϋπάρχουν για να εκδηλωθούν τα συμπτώματα, φυσικά τα συμπτώματα δεν εμφανίζονται πάντα όταν υπάρχουν οι αιτίες). Οι μακρινές αιτίες μπορεί να μη σχετίζονται άμεσα με το σύμπτωμα και σχετίζονται με την ύπαρξη κάποιας ψυχοπαθολογίας, ενώ οι κοντινές αιτίες σχετίζονται με λανθασμένες γνωσίες που έχει αναπτύξει το άτομο σχετικά με το διαδίκτυο και αφορούν είτε το ίδιο το άτομο, είτε τον κόσμο. Για παράδειγμα ένα άτομο με χαμηλή αυτοεκτίμηση (μακρινή αιτία) σκέφτεται ότι «εκτός δικτύου δεν αξίζει τίποτα, αλλά όταν είναι στο διαδίκτυο είναι κάποιος σημαντικός» (κοντινή αιτία).
Όπως γίνεται κατανοητό το σημαντικό στοιχείο του μοντέλου του Davis (2001), είναι ότι μεταθέτει την αιτία έξω από το διαδίκτυο και τον κυβερνοχώρο, στον άνθρωπο δηλαδή, και θεωρεί ότι η ήδη υπάρχουσα ψυχοπαθολογία είναι ο αναγκαίος μακρινός παράγοντας για την εκδήλωση των συμπτωμάτων PIU
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ- ΑΝΑΓΩΓΗ ΣΤΙΣ ΘΕΩΡΙΕΣ ΤΩΝ ΜΜΕ
Φαίνεται ξεκάθαρα ότι ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζεται η επίδραση του διαδικτύου στον άνθρωπο ακολουθεί τη σειρά με την οποία εξελίχθηκαν οι θεωρίες των επιδράσεων και στα υπόλοιπα ΜΜΕ.
Ο McQuail (2003) αναφέρει τέσσερις φάσεις στην εξέλιξη των θεωριών των επιδράσεων: 1) τα ΜΜΕ είναι παντοδύναμα, 2) η θεωρία των παντοδύναμων μέσων αμφισβητείται, 3) τα ισχυρά μέσα επανανακαλύπτονται, 4) η επιρροή των μέσων υπό διαπραγμάτευση.
Συγκεκριμένα οι θεωρίες επιδράσεων των μέσων πρωτοεμφανίστηκαν τη δεκαετία του 1930 με «Υποδερμικό Μοντέλο» των θεωρητικών της Σχολής της Φρανκφούρτης (Adorno, Marcuse, Horkheimer), οι οποίοι επηρεασμένοι από τη χρήση των μέσων για λόγους προπαγάνδας, κατά τη διάρκεια της ναζιστικής κυριαρχίας, στη Γερμανία εκείνης της εποχής, συνέτειναν στο συμπέρασμα ότι τα Μέσα επηρεάζουν τόσο ισχυρά, άμεσα και χωρίς καμία διαμεσολάβηση το ακροατήριο, σαν δηλαδή να τους εισάγεται υποδερμικά μία βελόνα, η οποία διαχέει το περιεχόμενό της, χωρίς το άτομο να έχει τη δυνατότητα να αντιδράσει σε αυτό.
Στη συνέχεια κατά την περίοδο 1940-1960 παρατηρείται μία στροφή των θεωρητικών, οι οποίοι επηρεάζονται από την κοινωνιολογία και την ψυχολογία και αρχίζουν να εισάγουν τέτοιους παράγοντες την επικοινωνιολογία. Σημαντική επιρροή την περίοδο αυτή άσκησε η θεωρία της διφασικής ροής των ΜΜΕ των Katz & Lazarsfeld, οι οποίοι εισήγαγαν το ρόλο του καθοδηγητή της κοινής γνώμης, ο οποίος παρεμβάλλεται μεταξύ των ΜΜΕ και του κοινού, εισάγεται δηλαδή σε αυτή τη φάση η έννοια της διαμεσολάβησης και τα Μέσα χάνουν την άμεση και ισχυρή επίδραση που μέχρι τότε θεωρούνταν ότι είχαν.
Αυτή την περίοδο ωστόσο και με την εμφάνιση της τηλεόρασης πολλοί δεν δέχονται ότι τα Μέσα έχουν τόσο περιορισμένη δύναμη και στρέφονται στη μελέτη των ενδεχόμενων και μακροπρόθεσμων επιδράσεων.
Τέλος από το 1960 έως και σήμερα διανύουμε μία περίοδο στην οποία δεν φαίνεται να κυριαρχεί μία μόνο θεωρία αν και έχει επηρεάσει πολύ η άποψη των «χρήσεων και ικανοποιήσεων» στις διάφορες βέβαια εκδοχές της. Η βασική ιδέα αυτής της θεωρίας είναι ότι «υπάρχουν κοινωνικές και ψυχολογικές καταβολές των αναγκών, οι οποίες δημιουργούν προσδοκίες από τα ΜΜΕ και άλλες πηγές που οδηγούν σε διαφορετικά σχήματα στην έκθεση των ΜΜΕ με αποτέλεσμα την ανάγκη ικανοποιήσεων και άλλων επιπτώσεων, οι περισσότερες από τις οποίες είναι ακούσιες» (McQuail & Windahl, 2001).
Φαίνεται λοιπόν ότι αν δεχτούμε το γνωσιο-συμπεριφοριστικό μοντέλο του Davis (2001), αυτό δεν απέχει πολύ από τη βασική ιδέα του μοντέλου χρήσεων και ικανοποιήσεων. Το βασικό ερώτημα όμως είναι γιατί οι ψυχολόγοι σπατάλησαν τόσο χρόνο και έρευνα προκειμένου να αποδώσουν στο διαδίκτυο χαρακτηριστικά που οδηγούν σε εξάρτηση και δεν στράφηκαν από την αρχή στους ανθρώπινους παράγοντες. Αξίζει δε να σημειωθεί ότι για τις εξαρτησιογόνες ουσίες (π.χ ναρκωτικά), που είναι και το μοναδικό στοιχείο στο οποίο αποδίδεται σαφώς ο όρος εξάρτηση, οι ειδικοί δίνουν μέγιστο χρόνο απεξάρτησης του οργανισμού από την ουσία τρεις ημέρες και στη συνέχεια αναφέρονται σε αποσύνδεση των γνωστικών σχημάτων από την ουσία (ψυχολογική απεξάρτηση).
Παρουσιάζονται λοιπόν σημαντικά ερωτήματα και προβλήματα για τους ψυχολόγους που ξεκινούν αρχικά από τον τρόπο που δέχονται τους ορισμούς του διαδικτύου και του κυβερνοχώρου. Αν μιλάμε για εξάρτηση από τον κυβερνοχώρο, ένα άλλο δηλαδή κόσμο, μήπως τελικά αναφερόμαστε σε ψυχωσικά σύνδρομα; Αν πάλι μιλάμε για εξάρτηση από την επικοινωνία, γιατί θα πρέπει αυτό να οριστεί ως διαταραχή σε ένα κόσμο που οι ειδικοί διαρκώς ισχυρίζονται ότι η επικοινωνία των ανθρώπων είναι πολύ δύσκολη, έχει χαθεί και διάφορα άλλα τέτοιου είδους σχόλια; Αν πάλι δεχτούμε ως έχει τον όρο internet addiction τότε μάλλον εισερχόμεθα στο χώρο της επιστημονικής φαντασίας και του Gibson. Πρέπει λοιπόν να γίνει περαιτέρω θεωρητική και πρακτική έρευνα προτού συμπεριληφθεί στο DSM-V (όπως και προβλέπεται να γίνει) κατηγορία διαταραχών που σχετίζεται με το διαδίκτυο.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Caplan, S. E. (2002). Problematic Internet use and psychosocial well-being: Development of a theory-based cognitive-behavioral measurement instrument. Computers in Human Behavior, 18, 553-575.
Caplan, S. E. (2003). Preference for online social interaction – A theory of problematic Internet use and psychosocial well-being. Communication Research, 30, 625-648.
Davis, R.A. (2001) A cognitive-behavioral model of pathological Internet use Computers in Human Behavior, 17 , 187-195
King, S. A. (1996). Is the Internet Addictive, or Are Addicts Using the Internet? accessed on 7/2/2005 from http://www.concentric.net/~Astorm/iad.html
Li*, S.M., Chung, T.-M. (2004) Internet function and Internet addictive behaviour, Computers in Human Behavior , article on press, accessed from www.sciencedirect.com
ΜcQuail, D., Windahl,S. (2001) Σύγχρονα Μοντέλα Επικοινωνίας. Αθήνα, Εκδ. Καστανιώτης
ΜcQuail, D. (2003) Η Θεωρία της Μαζικής Επικοινωνίας για τον 21ο Αιώνα. Αθήνα, Εκδ. Καστανιώτης
Pratarelli, M. E., Browne, B. L., & Johnson, K. (1999). The bits and bytes of computer/Internet addiction: A factor analytic approach. . Behavior Research Methods, Instruments and Computers, 31, 305-314.
Rheingold, H. (1993). The Virtual Community: Homesteading on the Electronic Frontier. New York: Addison-Wesley., accessed on 16/6/2005 from http://www.rheingold.com/vc/book/intro.html
Shapira, N. A., Goldsmith, T. D., Keck, P. E., Khosla, U. M., & McElroy, S. L. (2000). Psychiatric features of individuals with problematic Internet use. Journal of Affective Disorders, 57, 267-272.
Shapira, N. A., Lessig, M. C., Goldsmith, T. D., Szabo, S. T., Lazoritz, M., Gold, M. S., & Stein, D. J. (2003). Problematic Internet use: Proposed classification and diagnostic criteria. Depression and Anxiety, 17, 207-216.
Suler ,J. (1996). The Psychology of Cyberspace http://www.rider.edu/~suler/psycyber/psycyber.html
Walther, J. B. (1999). Communication Addiction Disorder: Concern over Media, Behavior and Effects. Presented at the annual meeting of the American Psychological Association Boston
http://www.fenichel.com/addiction.shtml Internet Addiction Addictive Behavior, Transference or More
http://www.rider.edu/~suler/psycyber/cybaddict.html The Psychology of Cyberspace – Computer and Cyberspace Addiction
http://www.rider.edu/~suler/psycyber/getneed.html To Get What You Need Healthy and Pathological Internet Use