Φιλοσοφία

Η Ύπαρξη ως Ομιλία

 Η ψυχοθεραπεία ως έκφραση του Dasein.

Ξαναγυρνώντας, λοιπόν, στη «φαινομενολογική» περιγραφή της ψυχοθεραπείας και ενσωματώνοντας το συμπέρασμα ότι το άτομο μέσα από την ομιλία εκφράζει και παρουσιάζει όλη του την ύπαρξη, η ψυχοθεραπεία είναι μία διαδικασία, κατά την οποία τουλάχιστον ο ένας από τους δύο εκφράζει, παρουσιάζει, αποκαλύπτει ολόκληρη την ύπαρξή του, σε μία δεδομένη χρονική στιγμή και πάντα μέσα σε μία διάθεση, κατά τον τρόπο που ο ίδιος αντιλαμβάνεται αυτή ταύτην την ύπαρξή του.

Στην καθημερινότητα μας τρόπος που ακούμε τον άλλον, πολλές φορές, τείνει να γίνει έως και κακοποιητικός. Συχνά ακούμε τη φράση ανάμεσα σε συνομιλητές «μα ακουσέ με, μα δεν ακούς τι σου λέω», συνοδευόμενη συχνά από αύξηση στον τόνο της φωνής σε μία προσπάθεια να εισακουστεί και να επικοινωνήσει ο ένας με τον άλλον.  

Τίθεται , επομένως, για εμάς τους ψυχοθεραπευτές, σε πρώτη φάση, το ερώτημα-ζήτημα, με ποιον τρόπο ακούμε/αντιμετωπίζουμε την ύπαρξη του θεραπευόμενου.

Σύμφωνα με το Heidegger (1927) τόσο η ακοή όσο και η σιωπή είναι δυνατότητες της ομιλίας. Βασική μέθοδος στην υπαρξιακή ψυχοθεραπεία είναι η φαινομενολογική προσέγγιση/ακρόαση. Τι σημαίνει όμως ακούμε φαινομενολογικά; Η φαινομενολογία είναι θα έλεγα παραπάνω από μία μέθοδος, είναι ένας τρόπος ζωής, μία στάση που ο θεραπευτής «πρέπει» να υιοθετήσει και στη ζωή του και όχι μόνο στο επάγγελμά του, είναι ένας τρόπος  ύπαρξης, στον πυρήνα της οποίας βρίσκεται η προσπάθεια να είμαστε ανοιχτοί. Αυτό σημαίνει «ένα άνοιγμα προς τον άλλο: μία προθυμία να σεβαστούμε και να επιβεβαιώσουμε τον τρόπο ύπαρξης και τις απόψεις του άλλου, αντί να προσπαθούμε να επιβάλουμε τις δικές μας προκαταλήψεις και υποθέσεις» (Cooper, 2003, σελ. 135)

Δεν πρέπει ποτέ λοιπόν κατά την άποψή μου, παρασυρμένοι από τις δικές μας δοξασίες, βιώματα, ακόμα και από τη γνώση-εμπειρία που κατέχουμε ως θεραπευτές, να ξεχνάμε ότι ο θεραπευόμενος μας φανερώνει τη «μία και μοναδική» ύπαρξή του, με τον τρόπο που την αντιλαμβάνεται. Δεν πρέπει κατά συνέπεια να εικάζουμε ή να θεωρούμε ότι ο θεραπευόμενος είναι κάτι άλλο από αυτό που μας φανερώνεται και κυρίως ότι εμείς γνωρίζουμε αυτό το κάτι άλλο που «κρύβεται» πίσω από αυτά που μας λέει.

Η φαινομενολογική προσέγγιση ορίζει τρεις βασικούς κανόνες, με βάση τους οποίους ακούμε το θεραπευόμενο, ο κανόνας της παρένθεσης, ο κανόνας της περιγραφής, ο κανόνας της οριζόντιας προσέγγισης. Καθώς ποτέ δεν μπορούμε να απαλλαγούμε από τις υποθέσεις μας, καλούμαστε «να τις βάλουμε σε μία παρένθεση», να τις «αναβάλουμε», να τις «συγκρατήσουμε» ή να τις «απομακρύνουμε», ώστε να μπορέσουμε να μελετήσουμε εναλλακτικές δυνατότητες και να αναπτύξουμε μία βαθύτερη κατανόηση του τρόπου με τον οποίο  βιώνουμε πραγματικά τον κόσμο μας (Cooper,2003). Πέρα από την ανάπτυξη των δυνατοτήτων και την κατανόηση για το πως βιώνουμε τον κόσμο μας, πιστεύω ότι ο κανόνας της παρένθεσης είναι ο μοναδικός ίσως τρόπος να ακούσουμε το πως βιώνει σε κάθε στιγμή τον κόσμο του ο θεραπευόμενος, τη διάθεση/εύρεση στην οποία βρίσκεται και μέσα από την οποία μας αποκαλύπτει τη δεδομένη στιγμή την ύπαρξή του. Χαμένοι στις δικές μας εικασίες κινδυνεύουμε να χάσουμε τη μοναδική «προσωπική αλήθεια» του θεραπευόμενου και ενδεχομένως τις μικρές εκείνες στιγμές αυθεντικής ύπαρξης που ίσως παρουσιαστούν.

Στον κανόνα της περιγραφής, ο Spinelli μας προτρέπει να αποφεύγουμε την απόδοση ερμηνειών, υποθέσεων ή θεωριών σε σχέση με το ό,τι βιώνουμε και αντ’αυτού να αντιμετωπίζουμε τις βιωμένες εμπειρίες μας, όπως πραγματικά είναι (Spinelli, 1989 όπως αναφέρεται στον Cooper,2003). Συχνά και στην προσωπική μας ζωή αναλωνόμαστε στην υπερανάλυση και την ερμηνεία των βιωμάτων μας, προσπαθώντας είτε να κατανοήσουμε, είτε να αναγάγουμε την εμπειρία σε κάτι «παραπάνω».  Στην ψυχοθεραπεία η χρήση ερμηνειών βρίσκεται, θα έλεγε κανείς, στα θεμέλια των περισσότερων θεωριών. Ωστόσο με το να προβαίνουμε σε ερμηνείες στερούμε από το θεραπευόμενο την ελευθερία και την επιλογή σε μία δική του προσωπική εμπειρία και «αλήθεια». Δεν είναι λίγες οι φορές που διηγούμαστε στους φίλους μας ή σε κάποιο συγγενή μία εμπειρία και εκείνος προβαίνει σε μία δική του, αυθαίρετη ερμηνεία, που εμάς μας μπερδεύει, μας θυμώνει ή μας προβληματίζει, απομακρύνοντας μας, σε κάθε περίπτωση, από το πρωταρχικό συναίσθημα που ξεκινήσαμε να διηγούμαστε. 

Ο τρίτος κανόνας, της οριζόντιας προσέγγισης, μας προτρέπει να αποφεύγουμε την ιεράρχηση με βάση τη σπουδαιότητα ή τη σημασία των στοιχείων των περιγραφών μας και αντ’αυτού να αντιμετωπίζουμε εξαρχής κάθε ένα από αυτά ως στοιχείο ίσης αξίας ή σπουδαιότητας   (Spinelli, 1989, σελ.18, όπως αναφέρεται στον Cooper, 2003). Ο θεραπευόμενος είναι ο μόνος αρμόδιος να αξιολογήσει τη σπουδαιότητα των όσων φέρνει στην ψυχοθεραπεία. Ο θεραπευτής μπορεί να βοηθήσει το θεραπευόμενο να φωτίσει διαφορετικές πλευρές του εαυτού του που μέχρι τώρα δεν έχει επιλέξει να φωτίσει, ωστόσο είναι κάθε φορά στο χέρι και στην επιλογή του θεραπευόμενου το με ποιο θέμα «σοβαρό» ή «μη», ασχοληθεί. Εξάλλου κάθε θέμα που παρουσιάζεται στην ψυχοθεραπεία είναι τόσο σοβαρό, ώστε ο θεραπευόμενος να θέλει να το κοινοποιήσει και να το μοιραστεί με το θεραπευτή του.

Ακολουθώντας τη φαινομενολογική προσέγγιση, ένας θεραπευτής μένει πολύ συχνά στη σιωπή.  Ο Bugenthal ορίζει ως καλή αναλογία ομιλίας πελάτη-θεραπευτή το 19:1 (όπως αναφέρεται σε αυτόν ο Cooper, 2003). Ακολουθώντας αυτή την αναλογία στο θεραπευτή αναλογούν περίπου 3 λεπτά ομιλίας σε κάθε ψυχοθεραπευτική συνεδρία. Ωστόσο η σιωπή είναι ένα ακόμα εργαλείο στα χέρια του θεραπευτή και όχι μία κατάσταση που πρέπει να τον τρομάζει. Η Van Deurzen (2011) μας παροτρύνει να είμαστε ανοιχτοί στη σιωπή. Είναι ζωτικής σημασίας να μπορούμε ανά πάσα στιγμή να κρίνουμε πόση σιωπή χρειάζεται ένας θεραπευόμενος. Η σιωπή είναι ορισμένες φορές απαραίτητη προκειμένου να επιτρέψουμε στον θεραπευόμενο να σταματήσει να σκεφτεί – να μείνει στη στιγμή. Κατά τον Heidegger (1927) «Όταν σε μία κουβέντα κάποιος σωπάσει, μπορεί να σου «δώσει να καταλάβεις», να συνεισφέρει δηλαδή στο να διαμορφώσεις μία κατανόηση, πολύ πιο αυθεντικά από αυτόν που δε θα πάψη να λέει.» (σελ.271/164). Αλλά η σιωπή, δεν πρέπει να είναι και τόσο μεγάλη ώστε να προκαλεί παράλυση ή υπερβολική αμηχανία και δεν είναι πάντα εύκολο να βρίσκει κανείς τη σωστή ισορροπία ανάμεσα στο λόγο και τη σιωπή (Van Deurzen, 2011).

Το να μπορεί ο θεραπευτής να σωπάσει είναι ένα χαρακτηριστικό πέρα από τα όρια της απλής τεχνικής, είναι στοιχείο μίας ύπαρξης προσανατολισμένης στην ανοικτότητα και στην αναζήτηση της αυθεντικότητας. «Η αυθεντική σιωπή είναι μπορετή μόνο μέσα στη γνήσια ομιλία. Για να μπορεί να σωπάσει το εδωνά-Είναι πρέπει να έχει κάτι να πει, πρέπει δηλαδή να έχει στη διάθεσή του μία αυθεντική και πλούσια διανοικτότητα του εαυτού του. Τότε η σιωπηλότητα φανερώνει, και βάζει κάτω την αερολογία. Η σιωπηλότητα ως τρόπος του ομιλείν αρθρώνει τόσο αρχέγονα όσα είναι καταληπτά στο εδωνά-Είναι, ώστε από αυτήν πηγάζει το να μπορείς να ακούς γνήσια και να έχεις διάφανη συναλληλία.» (Heidegger, 1927, σελ.272/165). Το να μπορείς να ακούς γνήσια και να έχεις διάφανη συναλληλία, θα αποτελούσε για εμένα από μόνο του, ένα στόχο για κάθε εκπαιδευόμενο θεραπευτή.

Σιωπή και ακοή είναι τόσο άρρηκτα συνδεδεμένες δυνατότητες ειδικά για έναν θεραπευτή. «Το ακούειν είναι η υπαρκτική ανοιχτότητα του Dasein ως Συνείναι για τους Άλλους. Το αμοιβαίο ακούειν, χάρη στο οποίο διαμορφώνεται το Συνείναι, παρουσιάζεται κατά τους μπορετούς τρόπους της ευπείθειας, της συναίνεσης ή κατά τους στερητικούς τρόπους της παρακοής, της απείθειας, της αψήφισης, της αποστροφής.»  Το αμοιβαίο ακούειν θα μπορούσε να είναι από μόνο του ένας στόχος μιας ολόκληρης θεραπείας. Η σχέση είναι που θεραπεύει μας τονίζει επανειλημμένα ο Yalom (1989), η σχέση είναι πάντα παρούσα σε όλη τη θεωρία του Heidegger, η σχέση με τον κόσμο, η σχέση με τον Άλλον και τους Άλλους, η σχέση με την ύπαρξή μου, η σχέση με το σώμα μου. Και όπως τονίζει ο Heidegger το Συνείναι διαμορφώνεται χάρη στο αμοιβαίο ακούειν.

Το αμοιβαίο ακούειν είναι το θεμελιώδες στοιχείο του διαλόγου.  Όπως κάθε σχέση έτσι και η ψυχοθεραπευτική σχέση είναι μία σχέση που στηρίζεται στο διάλογο.  Ο διάλογος αποτελεί κεντρικό σημείο της υπαρξιακής ψυχοθεραπείας. Όταν λέμε διάλογο, δεν εννοούμε απλά αυτά που λένε ο θεραπευτής και ο θεραπευόμενος μεταξύ τους. Τόσο η φύση όσο και η ποιότητα του διαλόγου ορίζουν την αποτελεσματικότητα της θεραπείας. Πρέπει να κάνουμε διάκριση ανάμεσα στο μονόλογο, στους παράλληλους μονολόγους και στο διάλογο. (Van Deurzen, 2011)

Η Van Deurzen (2011) κάνει διάκριση ανάμεσα στα είδη διαλόγου. Αναφέρει ότι ένας μονόλογος λαμβάνει χώρα όταν κάποιος μιλάει και κάποιος άλλος ακούει. Η κύρια μέριμνα του ομιλητή είναι να μιλήσει χωρίς να τον νοιάζει πώς θα τον ακούσει ο άλλος. Ο Heidegger βέβαια αναφέρει ότι «αυτό για το οποίο μιλάς, πάντα μέσα σε κάποια όρια και με ορισμένη προοπτική απευθύνεται σε κάποιον» (1927, 268/162). Ωστόσο η Van Deurzen (2011) διευκρινίζει ότι η εμπειρία του ακροατή είναι συχνά η εμπειρία ενός ανθρώπου που ακούει τους άλλους να μιλάνε και όχι ενός ανθρώπου που ακούει τους άλλους να μιλάνε σε αυτόν ή με αυτόν. Σπάνια νομίζω θα μπορούσε ένας θεραπευτής να βρεθεί σε αυτή τη θέση μιας και ο θεραπευόμενος έρχεται κάθε φορά για να μιλήσει στο θεραπευτή, είναι βέβαια πολύ σημαντικό ο θεραπευτής να προσπαθεί να είναι εκεί παρόν και να ακούει ενεργητικά σε όλη τη διάρκεια της και όταν δεν τα καταφέρνει να έχει επίγνωση της αποστασιοποίησής του.

Στη συνέχεια η Van Deurzen (2011) αναφέρεται στους παράλληλους μονολόγους,  όταν δηλαδή δύο άνθρωποι μιλούν μεταξύ τους και ο ένας ακούει τον άλλον μόνον επιφανειακά. Μπορεί να μιλούν διαδοχικά και ορισμένες φορές να απαντάνε ο ένας στον άλλο, αλλά στην πραγματικότητα δεν ακούει ο ένας τον άλλο. Το πιθανότερο είναι ο καθένας να ακούει ό, τι θα ήθελε να πει ο άλλος, και μετά να απαντάει αναλόγως. Αυτό θα μπορούσε να συμβεί κατά τη διάρκεια της θεραπείας, αν ο θεραπευτής δεν ακούει αυτό ταύτο που του λέει ο θεραπευόμενος, αλλά παρασύρεται από τις δικές του ερμηνείες και προκαταλήψεις.

Τέλος αναφέρεται στο  διάλογο όταν δηλαδή δύο άνθρωποι πραγματικά προσέχουν και ακούν ο ένας τον άλλο, για να ακούσουν όχι αυτό που θα ήθελαν, αλλά αυτό που πραγματικά λέγεται και συχνά αυτό που υπονοείται. Ο διάλογος περιλαμβάνει μια διπλά ανοιχτή στάση, τόσο προς τον άλλο όσο και προς τον εαυτό μας.«Το ακούειν συγκροτεί μάλιστα την πρωταρχική και αυθεντική ανοιχτότητα του Εδωνά-Είναι για τη δυνατότητα του πιο δικού του Είναι, ως άκουσμα της φωνής του φίλου,τον οποίο κάθε Εδωνά-Είναι έχει πλάι του» (Heidegger,1927, σελ. 270/163 ).

Η ανάπτυξη του διαλόγου κατά την Van Deurzen (2011) επαφίεται στον ψυχοθεραπευτή, ο οποίος αξιολογεί πώς να προσφέρει και να διατηρήσει τη βέλτιστη ποσότητα πρόκλησης και στήριξης. Τις περισσότερες φορές αυτό σημαίνει ότι πρέπει να παραμένει σιωπηλός, τουλάχιστον στην αρχή της ψυχοθεραπείας, αλλά αυτό δεν συμβαίνει πάντα. «Αν ο θεραπευόμενος θέλει ο θεραπευτής απλώς να ακούει, τότε είναι λάθος να μιλάτε, ενώ, αν ο θεραπευόμενος θέλει ο θεραπευτής να του μιλάει, τότε είναι λάθος να παραμένετε σιωπηλοί.» (Van Deurzen, 2011, σελ. ). Το πέρασμα από το μονόλογο ή τους παράλληλους μονολόγους στο διάλογο είναι διαφορετικό για κάθε θεραπευτική σχέση. Όμως, στο τέλος, όλες οι επιτυχημένες θεραπευτικές σχέσεις καταλήγουν στο διάλογο. 

Συμφωνώ με τη Van Deurzen ότι και οι θεραπευτικές σχέσεις, όπως και οι κοινωνικές σχέσεις, στηρίζονται στο διάλογο, προκειμένου να ευοδώσουν και να αποδώσουν. Κύριο στοιχείο του διαλόγου είναι ο απόλυτος σεβασμός στον άλλον, σεβασμός σε αυτά που σου λέει, στον τρόπο που στα λέει, σεβασμός στις ανάγκες του, αλλά και σεβασμός του θεραπευτή στον εαυτό του και στις δικές του ανάγκες, επίγνωση των θέσεών του και της διάθεσής του κάθε στιγμή, ώστε να μπορεί να ακούει το θεραπευόμενο με όσο το δυνατό πιο ανοιχτό τρόπο. 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Βουδούρης, Κ. (1989). Μεταφυσική.Απόψεις πάνω στη σύγχρονη Μεταφυσική. Αθήνα: Αθηναϊκός Κύκλος Φιλοσοφίας.   

Cooper, M. (2003). O υπαρξισμός στην ψυχοθεραπεία. (Μεταφρ. Μ. Δημοπούλου).  Αθήνα : Άσπρη Λέξη. (Ελληνική έκδοση 2008).

Deurzen van, E. & Adams, M. (2011). Αναπτύσσοντας δεξιότητες στην Υπαρξιακή Συμβουλευτική & Ψυχοθεραπεία (Μεταφρ. Μ. Τραχιώτης). Αθήνα: Εκδόσεις Κοντύλι. (Ελληνική έκδοση 2012).

Heidegger, M. (1927). Είναι και Χρόνος (Μεταφρ. Γ Τζαβάρας). Αθήνα: Δωδώνη. (Ελληνική έκδοση 1978).

Yalom, I. (1989) Love’s Executioner and Other Tales of Psychotherapy. London:

Penguin. (ελληνικήέκδοση, 2003, Άγρα.)